- γονυκλισία
- η (AM γονυκλισία)κλίση τών γονάτων, γονάτισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κλίσις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γονυκλισία — η 1. τογονάτισμα: Η γονυκλισία δηλώνει σεβασμό. 2. ικεσία, το να γονατίζει κανείς δηλώνοντας μετάνοια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
DIACAENISIMUS — Gaece Διακαινήσιμος, uti Codin. Curopalata de offic. CP. c. 14. omnesque Rituales Graecorum libb. habent, dicta est apud Graecos tota Hebdomas Paschalis,quae Festum Paschae, quo Resurrectio Domini sollenni cerimoniâ celebratur, proxime sequitur;… … Hofmann J. Lexicon universale
γονάτισμα — το (Μ γονάτισμα) [γονατίζω] πτώση στα γόνατα, γονυκλισία νεοελλ. 1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική 2. (για φυτά) καταβόλιασμα … Dictionary of Greek
γονυπέτηση — η [γονυπετώ] η γονυκλισία … Dictionary of Greek
γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη … Dictionary of Greek
θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής … Dictionary of Greek
μετάνοια — Πράξη με τη βοήθεια της οποίας αποκαθίστανται στις διάφορες θρησκείες οι σχέσεις μεταξύ θεότητας και ανθρώπου, οι οποίες διαταράχτηκαν στα πλαίσια κάποιας αμαρτίας. Τόσο στην Ορθόδοξη όσο και στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η μ. αποτελεί ένα από τα… … Dictionary of Greek
μετόκλασις — μετόκλασις, ἡ (Μ) [μετοκλάζω] γονυκλισία, γονάτισμα … Dictionary of Greek
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek
πρόσκλιση — η / πρόσκλισις, ίσεως, ΝΑ [προσκλίνω] 1. κλίση, ροπή, τάση προς μια κατεύθυνση 2. στήριξη επάνω σε κάτι, ακούμπημα 3. ψυχική κλίση, συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι νεοελλ. (κυρίως για χαιρετισμό) κλίση τού κορμού ή τής κεφαλής προς τα εμπρός,… … Dictionary of Greek